- παγκρατιαστικός
- παγκρατιαστικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγκρατιαστικός — παγκρατιαστικός, ή, όν (Α) [παγκρατιαστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο παγκράτιο («παγκρατιαστική τέχνη», Πλάτ.) 2. ο έμπειρος στο παγκράτιο, ο ικανός παγκρατιαστής. επίρρ... παγκρατιαστικῶς (Α) με την παγκρατιαστική τέχνη … Dictionary of Greek
παγκρατιαστικῇ — παγκρατιαστικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστική — παγκρατιαστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστικήν — παγκρατιαστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστικῶς — παγκρατιαστικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)